- επαυχένιος
- ος , ον носимый на шее
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐπαυχένιος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επαυχένιος — (Α ἐπαυχένιος, ον) [αυχήν] αυτός που βρίσκεται πάνω ή γύρω από τον αυχένα («ἐπαυχένιος ζυγός», Πίνδ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. α) τὸ ἐπαυχένιον δερμάτινη λωρίδα που αποτελεί τμήμα τής σαγής τού αλόγου ή τού ημιόνου β. ναυτ. τὰ ἐπαυχένια ξύλινα… … Dictionary of Greek
ἐπαυχένιον — ἐπαυχένιος masc/fem acc sg ἐπαυχένιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαυχενίοιο — ἐπαυχένιος masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαυχενίοις — ἐπαυχένιος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαυχενίου — ἐπαυχένιος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαυχενίους — ἐπαυχένιος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαυχενίων — ἐπαυχένιος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαυχένιοι — ἐπαυχένιος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)